- απρασια
- ἀπρασίαἀ-πρᾱσίαἥ застой в торговле, отсутствие сбыта
(φορτίων Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(φορτίων Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απρασία — ἀπρασία, η (Α) έλλειψη αγοραστών … Dictionary of Greek
ἀπρασία — ἀπρᾱσίᾱ , ἀπρασία want of purchasers fem nom/voc/acc dual ἀπρᾱσίᾱ , ἀπρασία want of purchasers fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρασίαν — ἀπρᾱσίᾱν , ἀπρασία want of purchasers fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)